ὀστρακώδεις

ὀστρακώδεις
ὀστρακώδης
like an earthen pot
masc/fem acc pl
ὀστρακώδης
like an earthen pot
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οστρακώδης — ες (ΑΜ ὀστρακώδης, ῶδες) [όστρακον] 1. αυτός που μοιάζει με όστρακο, οστρακοειδής 2. αυτός που αποτελείται από όστρακο, οστράκινος («δέρμα μαλακὸν καὶ μὴ ὀστρακῶδες, ὥσπερ τῆς χελώνης», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οστρακώδη (ζωολ …   Dictionary of Greek

  • κάμβριο — Η παλαιότερη από τις πέντε γεωλογικές περιόδους του παλαιοζωικού αιώνα, η οποία εκτείνεται μεταξύ 543 και 490 εκατ. χρόνων. Είναι η περίοδος κατά την οποία εμφανίστηκαν στο απολιθωματικό αρχείο σχεδόν όλα τα φύλα των μεταζώων. Το γεγονός αυτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”